- πριών
- -ῶνος, ὁ Α(κατά τον Φώτ.) «τὸ ἄρμενον».[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων (Ι), με καταβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
πρίων — πρί̱ων , πρίω pres part act masc nom sg πρίων 1 saw masc nom/voc sg πρίων 1 saw masc nom/voc sg πρίων 2 that rasping word masc nom sg πριόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πριόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριόνεσσι — πρίων 1 saw masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριόνων — πρίων 1 saw masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίονα — πρίων 1 saw masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίονας — πρίων 1 saw masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίονες — πρίων 1 saw masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίονι — πρίων 1 saw masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίονος — πρίων 1 saw masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίοσι — πρίων 1 saw masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)